Τα 200 εκατομμύρια ευρώ φτάνει το κόστος επιβάρυνσης της Δημόσιας Υγείας για την ετήσια χειμερινή περίοδο μόνο στη Θεσσαλονίκη, από την έκθεση των κατοίκων σε αιωρούμενα σωματίδια και τους αντίστοιχους χημικούς ρύπους που απορροφούνται σε αυτά κυρίως από την καύση βιομάζας αλλά και τις υπόλοιπες δραστηριότητες στην πόλη. Οι υπολογισμοί βασίζονται στα συμπεράσματα ύστερα από μακροχρόνια παρατήρηση και καταγραφή από επιστήμονες του Εργαστηρίου Περιβαλλοντικής Μηχανικής του Τμήματος Χημικών Μηχανικών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Όπως ανέφερε στο ραδιόφωνο του ΑΠΕ- ΜΠΕ “Πρακτορείο 104,9 fm” ο αναπληρωτής καθηγητής στο ΑΠΘ και υπεύθυνος του Εργαστηρίου Δημοσθένης Σαρηγιάννης το κόστος αφορά κυρίως στην αντιμετώπιση αυξημένων περιστατικών αναπνευστικών προβλημάτων.
“Από το καλοκαίρι του 2012 είχαμε αρχίσει να μετράμε τα σωματίδια ακριβώς για να απομονώσουμε το ποσοστό της αύξησης κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Διαπιστώσαμε, μέσα σε εσωτερικό χώρο, ότι έχουμε αύξηση του ποσοστού στα πιο λεπτά σωματίδια που μπορούν να περάσουν από τους πνεύμονες και από εκεί στην αιματική κυκλοφορία κατά πέντε φορές περισσότερο” είπε χαρακτηριστικά ο κ. Σαρηγιάννης σημειώνοντας πάντως ότι “ανήμερα τα Χριστούγεννα οι τιμές ήταν χαμηλές επειδή φύσηξε. Τιμές κάτω από το όριο, σε αντίθεση με τις προηγούμενες ημέρες”.
Ο αναπληρωτής καθηγητής στο ΑΠΘ και υπεύθυνος του Εργαστηρίου Περιβαλλοντικής Μηχανικής χαρακτήρισε “ανησυχητική” την κατάσταση έτσι όπως διαμορφώνεται τα τελευταία χρόνια με τις τιμές των αιωρούμενων σωματιδίων, επισημαίνοντας ότι ο πιο σημαντικός λόγος αυτής της ανησυχίας είναι “μία αυξανόμενη κοινωνική ανισότητα, μία περιβαλλοντική αδικία. Διαπιστώνουμε ότι οι δυτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης είναι πιο επιβαρυμένες και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ότι η Καλαμαριά και το Πανόραμα”.
Ο κ. Σαρηγιάννης υποστήριξε ότι στις δυτικές συνοικίες, εκτός από την δραστηριότητα της βιομηχανικής ζώνης, “υπάρχει μία ανισότητα στην πρόσβαση σε πιο υγιεινές πηγές θέρμανσης”, υπογραμμίζοντας ότι και η ποιότητα των ξύλων που καίγονται έχει σημασία και η ποιότητα της εγκατάστασης ή της συσκευής.”Κάποιοι για να αποφύγουν το υψηλό κόστος αναγκάζονται να καίνε κακής ποιότητας καύσιμο, όπως παλιά έπιπλα, χρωματισμένα ξύλα, επιμένω στο χρώμα και στο βερνίκι γιατί με την καύση βγαίνουν μία σειρά από καρκινογόνες ουσίες εκτός από τα σωματίδια” και επισήμανε ότι η ατελής καύση από την κακοσυντηρημένη καμινάδα, σόμπα σε συνδυασμό. με ένα κακής ποιότητας καύσιμο επιβαρύνουν την τοξικότητα των υπέρλεπτων σωματιδίων.
Ο αναπληρωτής καθηγητής και υπεύθυνος του Εργαστηρίου Περιβαλλοντικής Μηχανικής του Τμήματος Χημικών Μηχανικών στο ΑΠΘ συμπλήρωσε άλλα δύο σημεία των παρατηρήσεων που προκαλούν ανησυχία. “Έχουμε 70 με 90 ημέρες το χρόνο υπερβάσεις του ορίου των τιμών των αιωρούμενων σωματιδίων, ενώ σύμφωνα με τους κανονισμούς οι υπερβάσεις δεν πρέπει να είναι πάνω από 35 τον χρόνο” σχολίασε ο κ. Σαρηγιάννης καθώς “για κάθε υπέρβαση πληρώνουμε πρόστιμο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίσης, η μέση τιμή των αιωρούμενων σωματιδίων είναι υψηλή. Μακροσκοπικά θα δούμε και τα επόμενα χρόνια μία επιβάρυσνη στην υγεία από την χρόνια έκθεση”.
“Όταν μπήκε πιο δυναμικά το επίδομα θέρμανσης, όταν μειώθηκε η τιμή του πετρελαίου και αντίστοιχα η φορολογία τότε είχαμε μία σχετικά σημαντική μείωση της τοξικότητας και των τιμών αιωρούμενων σωματιδίων που εκλείονται στην ατμόσφαιρα”, επισήμανε ο υπεύθυνος του Εργαστηρίου Περιβαλλοντικής Μηχανικής στο ΑΠΘ υπογραμμίζοντας οτι “και ο καθένας μας, στο βαθμό που μπορεί (οικονομικά), να φροντίζει για την υγεία της οικογένειάς του.
Συνέντευξη στην Α. Χατζηγεωργίου
Επιμέλεια Ε. Μπιμπίκου