Βερολίνο, 1945. Ένας άνδρας φτάνει με τα πόδια στη βαθιά λαβωμένη από τον πόλεμο γερμανική πρωτεύουσα, έχοντας αφήσει πίσω του το στρατόπεδο-κολαστήριο του Άουσβιτς, αλλά και μια ζωή στην όποια έμελλε να μην επιστρέψει ποτέ. Χωρίς να γνωρίζει τη γλώσσα, αλλά κυρίως χωρίς να γνωρίζει ότι ο πόλεμος και το μένος των ναζί είχαν ξεκληρίσει την οικογένειά του, ο νεαρός άνδρας, με καταγωγή από τη Θεσσαλονίκη και την άλλοτε ακμάζουσα εβραϊκή της κοινότητα, στάθηκε τυχερός μέσα στην ατυχία του. Συναντήθηκε τυχαία μ' έναν παλιό συγκρατούμενό του στο Άουσβιτς, ο οποίος θα τον συστήσει στον επικεφαλής μιας συναγωγής του Βερολίνου με τη φράση: "Ένας Έλληνας με υπέροχη φωνή"...
Κάπως έτσι αρχίζει η λαμπρή σταδιοδρομία ενός ανθρώπου, ο οποίος έγινε γνωστός σε όλο τον κόσμο πλην της πατρίδας του... Ο λόγος για τον Εστρόγκο Ναχάμα, τον γεννημένο στα 1918 στη Θεσσαλονίκη, σεβάσμιο κάντορα της εβραϊκής κοινότητας του Δυτικού Βερολίνου, που άφησε εποχή με την ξεχωριστή φωνή του, αφού πρώτα έζησε στο πετσί του τη φρίκη του πολέμου και της μηχανής θανάτου που έστησε ο Χίτλερ ανά την Ευρώπη.
Τα βήματα αυτού του Θεσσαλονικιού εβραίου, που τον Μάρτιο του 1943 εκτοπίστηκε στο Άουσβιτς και σώθηκε χάρη στο σπάνιο ταλέντο του, ιχνηλατεί η Κατερίνα Οικονομάκου στο βιβλίο της "Ο τραγουδιστής του Άουσβιτς" (εκδ. Καπόν). Ακολουθώντας τα χνάρια του Εστρόγκο Ναχάμα, από τη Θεσσαλονίκη του 1918 ως το Βερολίνο του 21ου αιώνα, αναδιφώντας σε αρχεία και πηγές, συζητώντας με συγγενείς και φίλους του, αλλά και κάνοντας χρήση των "εργαλείων" της δημοσιογραφικής έρευνας, η Κατερίνα Οικονομάκου συλλέγει μία μία τις ψηφίδες της ζωής του και συνθέτει το μωσαϊκό της προσωπικότητας ενός ανθρώπου, που ενώ μεγαλούργησε με τη φωνή του παρέμεινε άγνωστος -εν πολλοίς- έως σήμερα στο ελληνικό κοινό.
"Συνάντησα το όνομα του Εστρόγκο Ναχάμα εντελώς τυχαία, διαβάζοντας ένα άρθρο στο οποίο αναφερόταν η 'Τοπογραφία του τρόμου', το μουσείο της οδού Νηντερκίρχνερ του Βερολίνου", γράφει στην εισαγωγή της η συγγραφέας του βιβλίου και αρχίζει να ξετυλίγει το "κουβάρι" της ζωής του πρωταγωνιστή της. Κι όταν ένας από τους επιστήθιους φίλους του Ναχάμα τη ρωτάει "γιατί τον Εστρόγκο;" εκείνη απαντά λιτά και καθαρά, λέγοντας πως η ιστορία του φίλου του ήταν μέρος της ιστορίας της χώρας, από την οποία προέρχονται τόσο η ίδια όσο και ο "πρωταγωνιστής" της.
Μετά τον εκτοπισμό του στο Άουσβιτς, ο Εστρόγκο Ναχάμα βρέθηκε να τραγουδάει "...για τους κάπο, τους γιατρούς του στρατοπέδου, τους άνδρες των Ες Ες" με ανταμοιβή ένα κομμάτι ψωμί πεταμένο στις λάσπες, που ήταν αυτό που τον κράτησε στη ζωή. "Έτσι επέζησα στο Άουσβιτς. Μόνο χάρη σ' αυτό", θα πει χρόνια μετά...
Ο Ναχάμα σώθηκε κι έχοντας χάσει την οικογένειά του ξεκίνησε τη νέα του ζωή στο Βερολίνο, μαγεύοντας όσους τον άκουγαν να ψάλει με τη φωνή και τη σκηνική του παρουσία ("Γράφοντας για την Taz, ο Ματίας Στάουσμπεργκ μιλάει για έναν τραγουδιστή μάστορα στην αυτοσκηνοθεσία"...). Ήταν αυτός ο συνδυασμός που τού εξασφάλισε το ρόλο του κάντορα στην πολυβραβευμένη με Όσκαρ ταινία "Καμπαρέ" του Μπομπ Φόσι, με πρωταγωνιστές τη Λάιζα Μινέλι και τον Μάικλ Γιορκ, αλλά και μια ξεχωριστή θέση στην εβραϊκή ιστορία του Βερολίνου.
Πέθανε στις 13 Ιανουαρίου το 2000, στα 81 του χρόνια, ενώ λίγες ώρες νωρίτερα, όπως αναφέρεται στο βιβλίο, είχε ψάλλει ένα τελευταίο Καντίς. Πάνω στον τάφο του είναι χαραγμένα τα λόγια: "Το τραγούδι ήταν η χαρά μου. Η προσευχή ήταν η ζωή μου", αλλά κι ένα απόσπασμα από τη Βίβλο: "Η πέτρα που πέταξαν οι χτίστες έγινε ο θεμέλιος λίθος"...
*Η Κατερίνα Οικονομάκου είναι δημοσιογράφος και ζει στην Αθήνα. Έχει εργαστεί -μεταξύ άλλων-για την Ελευθεροτυπία, τον Ελεύθερο Τύπο, τα Νέα, ενώ σήμερα συνεργάζεται με το insidestory.gr. Τα τελευταία χρόνια κείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε γερμανικά και τσεχικά μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Σ.Π.